ολοφυρμός

ολοφυρμός
ο громкий плач, рыдание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ολοφυρμός" в других словарях:

  • ὀλοφυρμός — lamentation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοφυρμός — ο (Α ὀλοφυρμός) [ολοφύρομαι] γοερό κλάμα, γοερή κραυγή, σκούξιμο, οδυρμός, θρήνος …   Dictionary of Greek

  • ὀλοφυρμοῖς — ὀλοφυρμός lamentation masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοφυρμοί — ὀλοφυρμός lamentation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοφυρμοῦ — ὀλοφυρμός lamentation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοφυρμούς — ὀλοφυρμός lamentation masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοφυρμῶν — ὀλοφυρμός lamentation masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοφυρμῷ — ὀλοφυρμός lamentation masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοφυρμόν — ὀλοφυρμός lamentation masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολόφυρσις — ὀλόφυρσις, ἡ (ΑΜ) ολοφυρμός, θρήνος, οδυρμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλοφύρομαι. Το ουσ. ὀλόφύρσις είναι περισσότερο αφηρημένο σε σχέση με το ὀλοφυρμός και δηλώνει κυρίως τους θρήνους που έχουν ιδιαίτερη τελετουργική αξία] …   Dictionary of Greek

  • OLOPHYRMUS — ex Graeco ὀλοφυρμὸς, inter Poemata est, quae a lugentibus aut alia quafortunâ maestis canebantur: quemad modum quae ad rcgum dicebantur, Naeniae; quae ad tumulum, Epitaphia; quae in exsequiis, cum iusta persolverentur, Epicedia, sunt appellata. I …   Hofmann J. Lexicon universale


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»